αλληλοσκοτώνομαι

αλληλοσκοτώνομαι
1) убивать друг друга;
2) вести междоусобную войну

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αλληλοσκοτώνομαι" в других словарях:

  • αλληλοσκοτώνομαι — 1. χτυπιέμαι θανάσιμα από κάποιον και ταυτόχρονα τόν χτυπώ και εγώ, αλληλοφονεύομαι 2. (για ομάδες) έρχομαι σε ένοπλη ρήξη 3. (για άτομα) συμπλέκομαι με άλλον ή άλλους, τσακώνομαι, μαλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + σκοτώνω ( ομαι). ΠΑΡ. νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • αλληλοσκοτώνομαι — ώθηκα, ωμένος, σκοτώνω και με σκοτώνουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλληλ(ο)- — [Α ἀλληλ(ο) ] Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής Αρχαίας όσο και της Νεοελληνικής, που προέρχεται από το θέμα της αρχαίας αλληλοπαθούς αντωνυμίας αλλήλων. Τα σύνθετα με το αλληλο αποτελούν λεξικοποιημένη δήλωση τής… …   Dictionary of Greek

  • αλληλοκτονώ — ἀλληλοκτονῶ ( έω) (Α) [ἀλληλοκτόνος] αλληλοφονεύομαι, αλληλοσκοτώνομαι (ωστόσο τον τύπο άλληλοκτονέουσιν μερικοί διορθώνουν σε ἀλληλοκτονεύουσιν) …   Dictionary of Greek

  • αλληλοσκοτωμός — ο [αλληλοσκοτώνομαι] αμοιβαίος φόνος, αλληλοδαρμός, άγρια σύγκρουση (για άτομα ή ομάδες) …   Dictionary of Greek

  • αλληλοσπαράζομαι — 1. πληγώνω κάποιον θανάσιμα και ταυτόχρονα πληγώνομαι από αυτόν, αλληλοσκοτώνομαι 2. μτφ. (για πολιτικούς ή άλλους αγώνες) βρίσκομαι σε άγρια διαμάχη, διεξάγω έντονο αγώνα, συγκρούομαι με οξύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + σπαράζω ( ομαι. ΠΑΡ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»